- τροπανόλη
- η, Νχημ. δικυκλική αζωτούχα οργανική ένωση, δευτεροταγής αλκοόλη, παράγωγο τού τροπανίου, με σημαντικότερη ισομερή μορφή της την 3-τροπανόλη, γνωστή και ως τροπίνη, η οποία αποτελεί προϊόν τής υδρόλυσης τής ατροπίνης και τής νοσκυαμίνης.
Dictionary of Greek. 2013.